συνεξέταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεξέταση | οι | συνεξετάσεις |
γενική | της | συνεξέτασης* | των | συνεξετάσεων |
αιτιατική | τη | συνεξέταση | τις | συνεξετάσεις |
κλητική | συνεξέταση | συνεξετάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεξετάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεξέταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνεξέτασις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεξέταση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια του συνεξετάζω, η από κοινού εξέταση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συνεξετάζω και εξετάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεξέταση
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεξέταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνεξέταση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)