conference
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conference | conferences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαconference (en)
- η διάσκεψη, η σύσκεψη, η συνδιάσκεψη, μια συνάντηση στην οποία οι άνθρωποι έχουν επίσημες συζητήσεις
- ⮡ a press conference - διάσκεψη τύπου
- ⮡ When was the teachers’ conference?
- Πώς ήταν η σύσκεψη των δασκάλων;
- ⮡ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
- Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
- ⮡ The teacher held a conference with the parents.
- Η καθηγήτρια έκανε μια συνάντηση με τους γονείς.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting