ἀλλοφρονέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ἀλλοφρονέω - ἀλλοφρονῶ
- η σκέψη μου είναι αλλού, δεν δίνω σημασία στο επί τάπητος ζήτημα
- παραφρονώ
ἀλλοφρονέω - ἀλλοφρονῶ