ἀλλότριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλλότριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀλλότριος, -α, -ον, συγκριτικός :ἀλλοτριώτερος, υπερθετικός : ἀλλοτριώτατος
- αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κάποιον άλλο
- (κάποιες φορές) εχθρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 214 (212-214))
- εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι | πατρίδ’ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα, | αὐτίκ’ ἔπειτ’ ἀπ’ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
- Καὶ ἄν γύρω ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ ἴδω | τὴν πατρίδα, τὴν ποθητὴν συμβιαν μου καὶ τὸ ὑψηλό μου δῶμα, | τὴν κεφαλήν μου ἂς κόψη ἐχθρός
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς Ιλιάς/Ε
- εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι | πατρίδ’ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα, | αὐτίκ’ ἔπειτ’ ἀπ’ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 214 (212-214))
- (με αρνητική σημασία) ξένος, ανοίκειος
- → δείτε παράθεμα στο ἀλλοτριώτατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀλλοτριόγαμος
- ἀλλοτριόγνωμος
- ἀλλοτριοεπίσκοπος
- ἀλλοτριολογέω
- ἀλλοτριολογία
- ἀλλοτριομορφοδίαιτος
- ἀλλοτριονομέω
- ἀλλοτριοούσιος
- ἀλλοτριοπραγέω
- ἀλλοτριοπραγία
- ἀλλοτριοπραγμονέω
- ἀλλοτριοπραγμοσύνη
- ἀλλοτριοπράγμων
- ἀλλοτριότης
- ἀλλοτριοτρόπως
- ἀλλοτριοφαγέω
- ἀλλοτριοφαγία
- ἀλλοτριοφάγος
- ἀλλοτριοφθονέω
- ἀλλοτριοφρονέω
- ἀλλοτριόφρων
- ἀλλοτριόφυλος
- ἀλλοτριόχρως
- ἀλλοτριόχωρος
- ἀλλοτριόω
- ἀλλοτρίωσις
- ἀλλοτρίως (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- ἀλλότριος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀλλότριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλότριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.