Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀλλόκοτος τὸ ἀλλόκοτον οἱ, αἱ ἀλλόκοτοι τὰ ἀλλόκοτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀλλοκότου τοῦ ἀλλοκότου τῶν ἀλλοκότων τῶν ἀλλοκότων
Δοτική τῷ, τῇ ἀλλοκότῳ τῷ ἀλλοκότῳ τοῖς, ταῖς ἀλλοκότοις τοῖς ἀλλοκότοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀλλόκοτον τὸ ἀλλόκοτον τοὺς, τὰς ἀλλοκότους τὰ ἀλλόκοτα
Κλητική ἀλλόκοτε ἀλλόκοτον ἀλλόκοτοι ἀλλόκοτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀλλοκότω
Γενική-Δοτική ἀλλοκότοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλόκοτος < ἄλλος + -κοτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀλλόκοτος, -ος, -ον (επίρρημα: ἀλλοκότως)

  1. αλλόκοτος, ασυνήθιστος, παράδοξος
  2. τερατώδης