Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλλοτριονομέω < ἀλλότριος + νέμω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀλλοτριονομέω

  1. αποδέχομαι ξένους νόμους, συνήθειες, έθιμα
  2. κατατάσσω σε θέση μη κανονική