Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.va.ʁiabl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
invariable invariables

invariable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμετάβλητος
  2. άκλιτος