immuable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
immuable | immuables |
immuable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- arrêté
- constant
- continu
- durable
- ferme
- figé
- fixe
- [(inaltérable]]
- intemporel
- invariable
- stationnaire