σταθερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταθερό ουδέτερο
- το σταθερό τηλέφωνο, αυτό που είναι ενσύρματα συνδεδεμένο με το τηλεφωνικό δίκτυο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασταθερό
σταθερό ουδέτερο
σταθερό