Δείτε επίσης: landmine
      ενικός         πληθυντικός  
landline landlines

  Ετυμολογία

επεξεργασία
landline < land + line

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

landline (en)

  1. η ενσύρματη τηλεφωνική γραμμή· (η) γραμμή σταθερής τηλεφωνίας
    ⮡  landline phone (service) - σταθερή τηλεφωνία
  2. (κατ’ επέκταση) το σταθερό (τηλέφωνο)
    ⮡  I will call you on the landline, the battery on my mobile phone is running out.
    Θα σε πάρω στο σταθερό, μου τελειώνει η μπαταρία στο κινητό.
     συνώνυμα: home phone

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • landline στην αγγλική Βικιπαίδεια