ενσύρματος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενσύρματος < εν- + σύρματ- (σύρμα) + -ος < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /εn.ˈsiɾ.ma.tɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενσύρματος, -η, -ο
- (τεχνικός όρος) που πραγματοποιείται μέσω σύρματος / καλωδίου