↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλωδιακός η καλωδιακή το καλωδιακό
      γενική του καλωδιακού της καλωδιακής του καλωδιακού
    αιτιατική τον καλωδιακό την καλωδιακή το καλωδιακό
     κλητική καλωδιακέ καλωδιακή καλωδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλωδιακοί οι καλωδιακές τα καλωδιακά
      γενική των καλωδιακών των καλωδιακών των καλωδιακών
    αιτιατική τους καλωδιακούς τις καλωδιακές τα καλωδιακά
     κλητική καλωδιακοί καλωδιακές καλωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλωδιακός < καλώδι(ο) + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cable)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.ði.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λω‐δι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

καλωδιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με καλώδιο, αναφέρεται σ’ αυτό, γίνεται μ’ αυτό ή λειτουργεί μέσω αυτού
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καλωδιακή

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία