cable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cable | cables |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcable (en)
- το καλώδιο
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- η καλωδιακή τηλεόραση
- το παλαμάρι
- το τηλεγράφημα
- το 1/10 του ναυτικού μιλίου