Δείτε επίσης: εὐανάγνωστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευανάγνωστος η ευανάγνωστη το ευανάγνωστο
      γενική του ευανάγνωστου της ευανάγνωστης του ευανάγνωστου
    αιτιατική τον ευανάγνωστο την ευανάγνωστη το ευανάγνωστο
     κλητική ευανάγνωστε ευανάγνωστη ευανάγνωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευανάγνωστοι οι ευανάγνωστες τα ευανάγνωστα
      γενική των ευανάγνωστων των ευανάγνωστων των ευανάγνωστων
    αιτιατική τους ευανάγνωστους τις ευανάγνωστες τα ευανάγνωστα
     κλητική ευανάγνωστοι ευανάγνωστες ευανάγνωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευανάγνωστος < αρχαία ελληνική εὐανάγνωστος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vaˈna.ɣno.stos/

  Επίθετο επεξεργασία

ευανάγνωστος -η -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία