δυσανάγνωστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυσανάγνωστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσανάγνωστος (δυσνόητο σύγγραμμα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική illisible[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δυσ- + ανά- + γνω- (όπως γνωστός΄, ανάγνωση)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.saˈna.ɣno.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σα‐νά‐γνω‐στος
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐α‐νά‐γνω‐στος
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δυσανάγνωστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυσανάγνωστος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δυσ- + ἀνά- + θέμα γνω- + -σ--τος, όπως στο ἀνάγνωστος, γνωστός.
Επίθετο
επεξεργασία
δυσανάγνωστος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που δεν μπορεί να διαβαστεί, δυσανάγνωστος
- → δείτε και τη λέξη δύσγνωστος
Πηγές
επεξεργασία
- δυσανάγνωστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.