↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσανάγνωστος η δυσανάγνωστη το δυσανάγνωστο
      γενική του δυσανάγνωστου της δυσανάγνωστης του δυσανάγνωστου
    αιτιατική τον δυσανάγνωστο τη δυσανάγνωστη το δυσανάγνωστο
     κλητική δυσανάγνωστε δυσανάγνωστη δυσανάγνωστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσανάγνωστοι οι δυσανάγνωστες τα δυσανάγνωστα
      γενική των δυσανάγνωστων των δυσανάγνωστων των δυσανάγνωστων
    αιτιατική τους δυσανάγνωστους τις δυσανάγνωστες τα δυσανάγνωστα
     κλητική δυσανάγνωστοι δυσανάγνωστες δυσανάγνωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσανάγνωστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυσανάγνωστος (δυσνόητο σύγγραμμα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική illisible[1] Μορφολογικά αναλύεται σε δυσ- + ανά- + γνω- (όπως γνωστός΄, ανάγνωση)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.saˈna.ɣno.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σα‐νά‐γνω‐στος
παλιότερος συλλαβισμός: δυσ‐α‐νά‐γνω‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσανάγνωστος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσανάγνωστος τὸ δυσανάγνωστον
      γενική τοῦ/τῆς δυσαναγνώστου τοῦ δυσαναγνώστου
      δοτική τῷ/τῇ δυσαναγνώστ τῷ δυσαναγνώστ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσανάγνωστον τὸ δυσανάγνωστον
     κλητική ! δυσανάγνωστε δυσανάγνωστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσανάγνωστοι τὰ δυσανάγνωστ
      γενική τῶν δυσαναγνώστων τῶν δυσαναγνώστων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσαναγνώστοις τοῖς δυσαναγνώστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσαναγνώστους τὰ δυσανάγνωστ
     κλητική ! δυσανάγνωστοι δυσανάγνωστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσαναγνώστω τὼ δυσαναγνώστω
      γεν-δοτ τοῖν δυσαναγνώστοιν τοῖν δυσαναγνώστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσανάγνωστος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δυσ- + ἀνά- + θέμα γνω- + -σ--τος, όπως στο ἀνάγνωστος, γνωστός.

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσανάγνωστος, -ος, -ον