καθαρογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθαρογράφος < καθαρογράφω + -ος. Αναλύεται σε καθαρο- + -γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθαρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καθαρογράφος
|