συσφικτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσφικτήρας < συσφιγκτήρας < (ελληνιστική κοινή) συσφιγκτήρ < συσφίγγω < σύν + αρχαία ελληνική σφίγγω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική constricteur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
συσφικτήρας αρσενικό
- αυτό που χρησιμοποιούμε για να συσφίξουμε δύο πράγματα ή αντικείμενα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- συσφιγκτήρας
- συσφικτήρα / συσφιγκτήρα (θηλυκό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσφικτήρας