ενικός         πληθυντικός  
jawbone jawbones

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jawbone < jaw + bone

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jawbone (en)

  1. (ανατομία) η γνάθος, καθένα από τα δύο οστά του προσώπου
    ⮡  the upper/lower jawbone - η άνω/κάτω γνάθος
     συνώνυμα: jaw
  2. το οστό της κάτω σιαγόνας, το σαγόνι
     συνώνυμα: mandible