σιαγών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σῐᾱγων-, σῐᾱγον- | |||||
ονομαστική | ἡ | σιαγών | αἱ | σιαγόνες | |
γενική | τῆς | σιαγόνος | τῶν | σιαγόνων | |
δοτική | τῇ | σιαγόνῐ | ταῖς | σιαγόσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | σιαγόνᾰ | τὰς | σιαγόνᾰς | |
κλητική ὦ! | σιαγών | σιαγόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιαγόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σιαγόνοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιαγών < + -ών → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιαγών, -όνος θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσιαγών
- σιαγόνιον (> μεσαιωνική ελληνική σαγόνιον > σαγόνι)
- σιαγονίτης, σιαγονίτης μῦς|grc}}
Πηγές
επεξεργασία- σιαγών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιαγών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.