↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐᾱγων-, σῐᾱγον-
ονομαστική σιαγών αἱ σιαγόνες
      γενική τῆς σιαγόνος τῶν σιαγόνων
      δοτική τῇ σιαγόν ταῖς σιαγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σιαγόν τὰς σιαγόνᾰς
     κλητική ! σιαγών σιαγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιαγόνε
γεν-δοτ τοῖν  σιαγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιαγών < + -ών λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιαγών, -όνος θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία