ριζοδοντιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαριζοδοντιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ριζοδοντιάζω | ριζοδόντιαζα | θα ριζοδοντιάζω | να ριζοδοντιάζω | ριζοδοντιάζοντας | |
β' ενικ. | ριζοδοντιάζεις | ριζοδόντιαζες | θα ριζοδοντιάζεις | να ριζοδοντιάζεις | ριζοδόντιαζε | |
γ' ενικ. | ριζοδοντιάζει | ριζοδόντιαζε | θα ριζοδοντιάζει | να ριζοδοντιάζει | ||
α' πληθ. | ριζοδοντιάζουμε | ριζοδοντιάζαμε | θα ριζοδοντιάζουμε | να ριζοδοντιάζουμε | ||
β' πληθ. | ριζοδοντιάζετε | ριζοδοντιάζατε | θα ριζοδοντιάζετε | να ριζοδοντιάζετε | ριζοδοντιάζετε | |
γ' πληθ. | ριζοδοντιάζουν(ε) | ριζοδόντιαζαν ριζοδοντιάζαν(ε) |
θα ριζοδοντιάζουν(ε) | να ριζοδοντιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ριζοδόντιασα | θα ριζοδοντιάσω | να ριζοδοντιάσω | ριζοδοντιάσει | ||
β' ενικ. | ριζοδόντιασες | θα ριζοδοντιάσεις | να ριζοδοντιάσεις | ριζοδόντιασε | ||
γ' ενικ. | ριζοδόντιασε | θα ριζοδοντιάσει | να ριζοδοντιάσει | |||
α' πληθ. | ριζοδοντιάσαμε | θα ριζοδοντιάσουμε | να ριζοδοντιάσουμε | |||
β' πληθ. | ριζοδοντιάσατε | θα ριζοδοντιάσετε | να ριζοδοντιάσετε | ριζοδοντιάστε | ||
γ' πληθ. | ριζοδόντιασαν ριζοδοντιάσαν(ε) |
θα ριζοδοντιάσουν(ε) | να ριζοδοντιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ριζοδοντιάσει | είχα ριζοδοντιάσει | θα έχω ριζοδοντιάσει | να έχω ριζοδοντιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ριζοδοντιάσει | είχες ριζοδοντιάσει | θα έχεις ριζοδοντιάσει | να έχεις ριζοδοντιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ριζοδοντιάσει | είχε ριζοδοντιάσει | θα έχει ριζοδοντιάσει | να έχει ριζοδοντιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ριζοδοντιάσει | είχαμε ριζοδοντιάσει | θα έχουμε ριζοδοντιάσει | να έχουμε ριζοδοντιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ριζοδοντιάσει | είχατε ριζοδοντιάσει | θα έχετε ριζοδοντιάσει | να έχετε ριζοδοντιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ριζοδοντιάσει | είχαν ριζοδοντιάσει | θα έχουν ριζοδοντιάσει | να έχουν ριζοδοντιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ριζοδοντιάζω
|