παροδοντίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροδοντίτιδα < παροδόντιο + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαροδοντίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) οξεία φλεγμονή του παροδοντίου, των ιστών που στηρίζουν τα δόντια με τη γνάθο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροδοντίτιδα
|