ριζοδοντιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ριζοδοντιά | οι | ριζοδοντιές |
γενική | της | ριζοδοντιάς | των | ριζοδοντιών |
αιτιατική | τη | ριζοδοντιά | τις | ριζοδοντιές |
κλητική | ριζοδοντιά | ριζοδοντιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριζοδοντιά θηλυκό
- άλλη μορφή του ριζοδόντι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ριζοδοντιά
|