↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντίνη οι οδοντίνες
      γενική της οδοντίνης των οδοντινών
    αιτιατική την οδοντίνη τις οδοντίνες
     κλητική οδοντίνη οδοντίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Dentin)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοντίνη < οδούς + -ίνη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dentine[1] [2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ðonˈdi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δο‐ντί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδοντίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. οδοντίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. οδοντίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας