έξω απ' τα δόντια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαέξω απʼ τα δόντια
- δίχως απόπειρα ωραιοποίησης, δίχως υπεκφυγές
- ⮡ είναι η αρθρογράφος της στήλης «Έξω απʼ τα δόντια »
- ⮡ σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλουμε να μιλάμε έξω από τα δόντια
- ⮡ τον βρήκα και του τα ʼπα έξω απʼ τα δόντια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- απερίφραστα / απεριφράστως / χωρίς περιστροφές
- χύμα / χύμα και τσουβαλάτα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έξω απ' τα δόντια