τσουβαλάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσουβαλάτα < τσουβάλ(ι) + -άτα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡su.vaˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσου‐βα‐λά‐τα
Επίρρημα
επεξεργασίατσουβαλάτα
- στη φράση χύμα και τσουβαλάτα
- μέσα σε τσουβάλι[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία σε τσουβάλι
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)