Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεδοντιάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεδοντιάζω, πρτ.: ξεδόντιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεδοντιάσω, αόρ.: ξεδόντιασα, παθ.φωνή: ξεδοντιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεδοντιασμένος

  1. αφαιρώ από κάποιον τα δόντια
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ από κάποιον τα όπλα ή τα επιχειρήματα και τον καθιστώ αξιοθρήνητα ακίνδυνο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία