τρίζω τα δόντια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtɾizo ta‿ˈðondʝa/
Έκφραση
επεξεργασίατρίζω τα δόντια
- απειλώ, φοβερίζω (κάποιον)
- ⮡ Του έτριξα τα δόντια
- → χρειάζεται παράθεμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δείχνω τα δόντια (μου)