↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεδοντιάρης η ξεδοντιάρα το ξεδοντιάρικο
      γενική του ξεδοντιάρη της ξεδοντιάρας του ξεδοντιάρικου
    αιτιατική τον ξεδοντιάρη την ξεδοντιάρα το ξεδοντιάρικο
     κλητική ξεδοντιάρη ξεδοντιάρα ξεδοντιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεδοντιάρηδες οι ξεδοντιάρες τα ξεδοντιάρικα
      γενική των ξεδοντιάρηδων των ξεδοντιάρικων
    αιτιατική τους ξεδοντιάρηδες τις ξεδοντιάρες τα ξεδοντιάρικα
     κλητική ξεδοντιάρηδες ξεδοντιάρες ξεδοντιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεδοντιάρης < ξε- + δόντι + -ιάρης

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεδοντιάρης -α -ικο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία