ξεδοντιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξεδοντιάρης | η | ξεδοντιάρα | το | ξεδοντιάρικο |
γενική | του | ξεδοντιάρη | της | ξεδοντιάρας | του | ξεδοντιάρικου |
αιτιατική | τον | ξεδοντιάρη | την | ξεδοντιάρα | το | ξεδοντιάρικο |
κλητική | ξεδοντιάρη | ξεδοντιάρα | ξεδοντιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεδοντιάρηδες | οι | ξεδοντιάρες | τα | ξεδοντιάρικα |
γενική | των | ξεδοντιάρηδων | — | των | ξεδοντιάρικων | |
αιτιατική | τους | ξεδοντιάρηδες | τις | ξεδοντιάρες | τα | ξεδοντιάρικα |
κλητική | ξεδοντιάρηδες | ξεδοντιάρες | ξεδοντιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξεδοντιάρης -α -ικο
- που του λείπουν δόντια