↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντοειδής η οδοντοειδής το οδοντοειδές
      γενική του οδοντοειδούς* της οδοντοειδούς του οδοντοειδούς
    αιτιατική τον οδοντοειδή την οδοντοειδή το οδοντοειδές
     κλητική οδοντοειδή(ς) οδοντοειδής οδοντοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντοειδείς οι οδοντοειδείς τα οδοντοειδή
      γενική των οδοντοειδών των οδοντοειδών των οδοντοειδών
    αιτιατική τους οδοντοειδείς τις οδοντοειδείς τα οδοντοειδή
     κλητική οδοντοειδείς οδοντοειδείς οδοντοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδοντοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

οδοντοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία