οδοντοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οδοντοειδής | η | οδοντοειδής | το | οδοντοειδές |
γενική | του | οδοντοειδούς* | της | οδοντοειδούς | του | οδοντοειδούς |
αιτιατική | τον | οδοντοειδή | την | οδοντοειδή | το | οδοντοειδές |
κλητική | οδοντοειδή(ς) | οδοντοειδής | οδοντοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οδοντοειδείς | οι | οδοντοειδείς | τα | οδοντοειδή |
γενική | των | οδοντοειδών | των | οδοντοειδών | των | οδοντοειδών |
αιτιατική | τους | οδοντοειδείς | τις | οδοντοειδείς | τα | οδοντοειδή |
κλητική | οδοντοειδείς | οδοντοειδείς | οδοντοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οδοντοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαοδοντοειδής, -ής, -ές
- που έχει μορφή δοντιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία οδοντοειδής
|