Δείτε επίσης: κάψουλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καψούλα οι καψούλες
      γενική της καψούλας των (καψουλών)
    αιτιατική την καψούλα τις καψούλες
     κλητική καψούλα καψούλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καψούλα < νέα ετυμολόγηση του κάψουλα κατά τα υποκοριστικά σε -ούλα < ιταλική capsula (προφορά: ˈkapsula).[1] Δείτε και καψούλι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈpsu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ψού‐λα
τονικό παρώνυμο: κάψουλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καψούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία