πολύσπερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύσπερμος < αρχαία ελληνική πολύσπερμος
Επίθετο
επεξεργασίαπολύσπερμος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πολυσπερμία
- → δείτε τις λέξεις πολύς και σπέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύσπερμος
|