πολύσπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύσπορος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολύσπορος, -η, -ο
- (γαστρονομία) λέγεται συνήθως για ψωμί που γίνεται από σπόρους διαφόρων δημητριακών
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύσπορος