πολυσπερμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσπερμία < ελληνιστική κοινή πολυσπερμία < αρχαία ελληνική πολύσπερμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυσπερμία θηλυκό
- η κατάσταση ή η ιδιότητα του πολύσπερμου
- η είσοδος πληθώρας σπερματοζωαρίων σε ωάριο κατά τη διάρκεια της γονιμοποίησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσπερμία
|