ασπερμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: aspermia < αρχαία ελληνική σπέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπερμία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ασπερμία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασπερμία
|