ασπερματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπερματισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: aspermatism < αρχαία ελληνική σπέρμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπερματισμός αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασπερματισμός