Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καψαϊκίνη οι καψαϊκίνες
      γενική της καψαϊκίνης των καψαϊκινών
    αιτιατική την καψαϊκίνη τις καψαϊκίνες
     κλητική καψαϊκίνη καψαϊκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψαϊκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: capsaicin < νεολατινική capsicum < ελληνιστική κοινή καψικός < γαλλική la capsa < capio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.psa.iˈci.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ψα‐ι‐κί‐νη‐/‐κα‐ψαϊ‐κί‐νη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψαϊκίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία