καψαϊκίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καψαϊκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: capsaicin < νεολατινική capsicum < ελληνιστική κοινή καψικός < γαλλική la capsa < capio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.psa.iˈci.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ψα‐ι‐κί‐νη‐/‐κα‐ψαϊ‐κί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψαϊκίνη θηλυκό
- (χημεία) χημική ένωση που βρίσκεται στις κόκκινες πιπεριές (και άλλων φυτών του γένους Capsicum), η οποία είναι υπεύθυνη για την πικάντικη / καυτή γεύση τους
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Capsaicin στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κάψα#Ουσιαστικό_2