κλέφτικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλέφτικο | τα | κλέφτικα |
γενική | του | κλέφτικου | των | κλέφτικων |
αιτιατική | το | κλέφτικο | τα | κλέφτικα |
κλητική | κλέφτικο | κλέφτικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλέφτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλέφτικος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλέφτικο ουδέτερο
- (μουσική) δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στους κλέφτες ή / και τους αρματολούς
- (γαστρονομία, στον ενικό) είδος φαγητού με ψητό κρέας
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κλέφτικο