Κλέφτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κλέφτης | οι | Κλέφτες |
γενική | του | Κλέφτη | των | Κλεφτών |
αιτιατική | τον | Κλέφτη | τους | Κλέφτες |
κλητική | Κλέφτη | Κλέφτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κλέφτης < κλέφτης < μεσαιωνική ελληνική κλέφτης < αρχαία ελληνική κλέπτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkle.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κλέ‐φτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΚλέφτης αρσενικό
- (ιστορία) μέλος ένοπλης ομάδας που κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ζούσε στα βουνά και πολεμούσε τους Τούρκους
- οι κλέφτες και οι αρματολοί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κλέφτες στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασία- αρχικλέφτης
- κλέφτικα
- κλέφτικο
- κλέφτικος
- πρωτοκλέφτης
- → δείτε τη λέξη κλέβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κλέφτης
Πηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]