χαϊντούκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαϊντούκος < ουγγρική hajdúk, ονομαστική πληθυντικού του hajdú (στρατιώτης (πεζικάριος) του απελευθερωτικού ουγγρικού στρατού τον 17ο αιώνα) < hajtó < hajt
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαϊντούκος αρσενικό (συχνά στον πληθυντικό)
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) ορεσίβιος αντάρτης στη Βαλκανική Χερσόνησο