ορεσίβιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορεσίβιος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική ὀρεσίβιος ή από την ελληνιστική κοινή [1] (o Ευστάθιος Θεσσαλονίκης το αποδίδει στον Αρριανό, συγγραφέα του 1ου αιώνα κε)[2] Ο γνωστός ελληνιστικός τύπος είναι ὀρέσβιος. Η μορφή ὀρεσίβιος, πιθανόν κατά το αρχαίο ὀρεσίτροφος[1] < ὀρεσι- + -βιος (< βίος), κυριολεκτικά, «αυτός που ζει στα βουνά». Συγχρονικά αναλύεται σε ορεσί- + -βιος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ɾeˈsi.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρε‐σί‐βι‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ορεσίβιος, -α, -ο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορεσίβιος
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 «ορεσίβιος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.