Ετυμολογία

επεξεργασία
mountaineer < mountain + -eer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mountaineer mountaineers

mountaineer (en)

  1. ορειβατικός
    ⮡  mountaineering club - ορειβατικός όμιλος
  2. ο ορειβάτης, η ορειβάτισσα
     συνώνυμα: climber
  3. (παρωχημένο) ορεσίβιος, που ζει σε ορεινή περιοχή
     συνώνυμα: highlander
ενεστώτας mountaineer
γ΄ ενικό ενεστώτα mountaineers
αόριστος mountaineered
παθητική μετοχή mountaineered
ενεργητική μετοχή mountaineering

mountaineer (en)