Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορειβάτης οι ορειβάτες
      γενική του ορειβάτη των ορειβατών
    αιτιατική τον ορειβάτη τους ορειβάτες
     κλητική ορειβάτη ορειβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορειβάτης < αρχαία ελληνική ὀρειβάτης < ὄρος + βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική mountaineer)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορειβάτης αρσενικό (θηλυκό: ορειβάτισσα)

  • ο άνδρας που ασχολείται με την ορειβασία
    ομάδα ορειβατών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία