ορειβατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαορειβατώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορειβατώ | ορειβατούσα | θα ορειβατώ | να ορειβατώ | ορειβατώντας | |
β' ενικ. | ορειβατείς | ορειβατούσες | θα ορειβατείς | να ορειβατείς | (ορειβάτει) | |
γ' ενικ. | ορειβατεί | ορειβατούσε | θα ορειβατεί | να ορειβατεί | ||
α' πληθ. | ορειβατούμε | ορειβατούσαμε | θα ορειβατούμε | να ορειβατούμε | ||
β' πληθ. | ορειβατείτε | ορειβατούσατε | θα ορειβατείτε | να ορειβατείτε | ορειβατείτε | |
γ' πληθ. | ορειβατούν(ε) | ορειβατούσαν(ε) | θα ορειβατούν(ε) | να ορειβατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορειβάτησα | θα ορειβατήσω | να ορειβατήσω | ορειβατήσει | ||
β' ενικ. | ορειβάτησες | θα ορειβατήσεις | να ορειβατήσεις | ορειβάτησε | ||
γ' ενικ. | ορειβάτησε | θα ορειβατήσει | να ορειβατήσει | |||
α' πληθ. | ορειβατήσαμε | θα ορειβατήσουμε | να ορειβατήσουμε | |||
β' πληθ. | ορειβατήσατε | θα ορειβατήσετε | να ορειβατήσετε | ορειβατήστε | ||
γ' πληθ. | ορειβάτησαν ορειβατήσαν(ε) |
θα ορειβατήσουν(ε) | να ορειβατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορειβατήσει | είχα ορειβατήσει | θα έχω ορειβατήσει | να έχω ορειβατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορειβατήσει | είχες ορειβατήσει | θα έχεις ορειβατήσει | να έχεις ορειβατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορειβατήσει | είχε ορειβατήσει | θα έχει ορειβατήσει | να έχει ορειβατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορειβατήσει | είχαμε ορειβατήσει | θα έχουμε ορειβατήσει | να έχουμε ορειβατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορειβατήσει | είχατε ορειβατήσει | θα έχετε ορειβατήσει | να έχετε ορειβατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορειβατήσει | είχαν ορειβατήσει | θα έχουν ορειβατήσει | να έχουν ορειβατήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορειβατώ
|