ορειβάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορειβάτισσα θηλυκό
- η γυναίκα που ασχολείται με την ορειβασία
- ομάδα ορειβατισσών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο