Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορειβάτισσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ορειβάτισσ
α
οι
ορειβάτισσ
ες
γενική
της
ορειβάτισσ
ας
των
ορειβατισσ
ών
αιτιατική
την
ορειβάτισσ
α
τις
ορειβάτισσ
ες
κλητική
ορειβάτισσ
α
ορειβάτισσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορειβάτισσα
<
ορειβάτης
+ κατάληξη θηλυκού
-ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορειβάτισσα
θηλυκό
η γυναίκα που ασχολείται με την
ορειβασία
ομάδα
ορειβατισσών
, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ορειβάτης
,
όρος
και
βαίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αναρριχήτρια
αλπινίστρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορειβάτισσα
γαλλικά
:
alpiniste
(fr)