↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορειβάτισσα οι ορειβάτισσες
      γενική της ορειβάτισσας των ορειβατισσών
    αιτιατική την ορειβάτισσα τις ορειβάτισσες
     κλητική ορειβάτισσα ορειβάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορειβάτισσα < ορειβάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορειβάτισσα θηλυκό

  • η γυναίκα που ασχολείται με την ορειβασία
    ομάδα ορειβατισσών, που χάθηκαν στα χιόνια, εντοπίστηκε σε ορεινό καταφύγιο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία