ορειβάτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορειβάτιδα < (καθαρεύουσα) ορειβάτις < ορειβάτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορειβάτιδα θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ορειβάτισσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορειβάτιδα
|
ορειβάτιδα θηλυκό
|