Ετυμολογία

επεξεργασία
mountaineering < mountaineer + -ing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mountaineering mountaineerings

mountaineering (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

mountaineering (en)