Ετυμολογία

επεξεργασία
εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω) (γνωρίζω)

εἴδω

Σημειώσεις

επεξεργασία
Αποτελεί υποθετικό τύπο που εικάζεται ότι υπήρχε - δεν απαντάται στο γραπτό λόγο. Ως ενεστώτας περιέπεσε ήδη από την αρχαιότητα σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε κυρίως από το ὁράω και το οἶδα - όταν ακόμα το εἴδω χρησιμοποιούνταν στον ενεστώτα, είχε το οἶδα ως β' παρακείμενό του. Ο αόριστος εἶδον επίσης χρησιμοποιείται ως τύπος του ὁράω. Μέση φωνή (κυρίως στην ποιητική γλώσσα), ο τύπος εἴδομαι (φαίνομαι, είμαι ορατός)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία