Δείτε επίσης: ειδύλλιο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἰδύλλιον τὰ εἰδύλλι
      γενική τοῦ εἰδυλλίου τῶν εἰδυλλίων
      δοτική τῷ εἰδυλλί τοῖς εἰδυλλίοις
    αιτιατική τὸ εἰδύλλιον τὰ εἰδύλλι
     κλητική ! εἰδύλλιον εἰδύλλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰδυλλίω
γεν-δοτ τοῖν  εἰδυλλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰδύλλιον, -ου (ελληνιστική κοινή)