εἰδύλλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | εἰδύλλιον | τὰ | εἰδύλλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | εἰδυλλίου | τῶν | εἰδυλλίων | ||||
δοτική | τῷ | εἰδυλλίῳ | τοῖς | εἰδυλλίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | εἰδύλλιον | τὰ | εἰδύλλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | εἰδύλλιον | εἰδύλλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰδυλλίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | εἰδυλλίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εἰδύλλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική εἶδ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ύλλιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεἰδύλλιον, -ου (ελληνιστική κοινή)
- (φιλολογία) μικρό σε έκταση ποίημα με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και αναφορά στην βουκολική, αγροτική και ποιμενική ζωή (σε σχόλιο για τα ποιήματα του Θεόκριτου που ονομάστηκαν Εἰδύλλια)
Πηγές
επεξεργασία- εἰδύλλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰδύλλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ειδύλλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.