↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουκολικός η βουκολική το βουκολικό
      γενική του βουκολικού της βουκολικής του βουκολικού
    αιτιατική τον βουκολικό τη βουκολική το βουκολικό
     κλητική βουκολικέ βουκολική βουκολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουκολικοί οι βουκολικές τα βουκολικά
      γενική των βουκολικών των βουκολικών των βουκολικών
    αιτιατική τους βουκολικούς τις βουκολικές τα βουκολικά
     κλητική βουκολικοί βουκολικές βουκολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουκολικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βουκόλ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vu.ko.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐κο‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

βουκολικός -ή, -ό

  • ο ποιμενικός, αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στον βοσκό, ή στη ποιμενική ζωή
    βουκολική ποίηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βουκολικός βουκολική τὸ βουκολικόν
      γενική τοῦ βουκολικοῦ τῆς βουκολικῆς τοῦ βουκολικοῦ
      δοτική τῷ βουκολικ τῇ βουκολικ τῷ βουκολικ
    αιτιατική τὸν βουκολικόν τὴν βουκολικήν τὸ βουκολικόν
     κλητική ! βουκολικέ βουκολική βουκολικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βουκολικοί αἱ βουκολικαί τὰ βουκολικᾰ́
      γενική τῶν βουκολικῶν τῶν βουκολικῶν τῶν βουκολικῶν
      δοτική τοῖς βουκολικοῖς ταῖς βουκολικαῖς τοῖς βουκολικοῖς
    αιτιατική τοὺς βουκολικούς τὰς βουκολικᾱ́ς τὰ βουκολικᾰ́
     κλητική ! βουκολικοί βουκολικαί βουκολικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βουκολικώ τὼ βουκολικᾱ́ τὼ βουκολικώ
      γεν-δοτ τοῖν βουκολικοῖν τοῖν βουκολικαῖν τοῖν βουκολικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκολικός < βουκόλ(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βουκολικός, -ή, -όν