βουκολικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βουκολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουκολικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βουκόλ(ος) + -ικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.ko.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐κο‐λι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βουκολικός -ή, -ό
- ο ποιμενικός, αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στον βοσκό, ή στη ποιμενική ζωή
- βουκολική ποίηση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ βουκολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βουκολικός < βουκόλ(ος) + -ικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βουκολικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) ο αγροτικός, ο βουκολικός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- βουκολικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουκολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.