wissen
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- wissen < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική - & παλαιά άνω γερμανική wizzan < δυτική πρωτογερμανική *witan < πρωτογερμανική *witaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω). Συγγενή: λατινική video, αρχαία ελληνική οἶδα.
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwissen (de) (παρατατικός: wusste, μετοχή παρακειμένου: gewusst)
- γνωρίζω, ξέρω
- ⮡ "ich weiß, dass ich nichts weiß" (Sokrates) - ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα (Σωκράτης)